συνέπεσε

συνέπεσε
συμπίτνω
fall
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

  • Λέσβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Λαπίθη από τη Θεσσαλία. Φέρεται ως ιδρυτής της πόλης Μυτιλήνης του επίσης ομώνυμού του νησιού του Αιγαίου. Ο Λ. παντρεύτηκε την Μήθυμνα, κόρη του τοπικού βασιλιά Μακαρέα. Ο σχετικός μύθος υποδηλώνει ότι οι… …   Dictionary of Greek

  • συμπίπτω — συνέπεσα 1. συνταυτίζομαι: Συμπίπτουν οι απόψεις μας. – Συμπίπτουν οι πολιτικές τους επιδιώξεις. 2. συμπίπτω χρονικά, γίνομαι την ίδια στιγμή: Συνέπεσε τότε και η οικονομική καταστροφή του. 3. απρόσ., συμπίπτει συμβαίνει, τυχαίνει: Συνέπεσε να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ARBELA — I. ARBELA perantiqua Siciliae urbs, Graecis ἡ Α᾿ρβέλη seu Α᾿ρβέλαι. Steph. Α᾿ρβέλη, πόλις Σικελίας. Suidas. Α᾿ρβέλαι πόλισμα Σικελικόν. Corrupte apud Sil. l. 14. v. 272. Arabeia dicitur. Cives eius stolidi erant et abiecti, ut proverbio sint,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NILOA — Graece Νειλῶα, fetum Aegyptiorum, sub ortum inundationis Nili, in huius honorem, celebrari folitum, unde et nomen. Heliodor. Aethiopicor. l. 9. Καὶ γάρ πως συνέπεσε Νειλῶα τότε τὴν μεγίςην ταῤ Αἰγυπτίων ἑορτὴν ενεςηκέναι, κατὰ τροπὰς μὲν τὰς… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -άδο — και –άδος και άδα κατάληξη τοπωνυμίων τής Νεοελλ., που προήλθε από τη γενική πληθυντικού οικογενειακών ονομάτων, όπου η κατάληξη δήλωνε αρχικά τον κτήτορα τής περιοχής [π.χ. τα χωράφια τώ(ν) Μαχαιράδω(ν), τώ(ν) Φαλατάδω(ν), τώ(ν) Τσουκαλάδω(ν)].… …   Dictionary of Greek

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • ίεμαι — ἵεμαι (Α) 1. κινούμαι πρός τα εμπρός 2. βιάζομαι 3. επιδιώκω, επιθυμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ομηρ. τ. με μέλλ. εἴσομαι και αόρ. εἴσατο, στον οποίο υπετέθη, λόγω μέτρου, αρχικό F . Ο αρχικός τ. τού ρήματος πρέπει να ήταν *Fεῑ μαι (< IE *wei… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”